- ιφιγένεια
- Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με αυτόν, όταν τα πλοία των Αχαιών ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν από την Αυλίδα για την Τροία και χρειάστηκε ένα εξιλαστήριο θύμα (για να εξευμενιστεί η Άρτεμη η οποία, οργισμένη κατά του Αγαμέμνονα, εμπόδιζε τους ανέμους να πνεύσουν), ο μάντης Κάλχας χρησμοδότησε ότι έπρεπε να θυσιαστεί η I. Την πήγαν λοιπόν στην Αυλίδα με το πρόσχημα ότι θα γινόταν σύζυγος του Αχιλλέα. Ενώ όλα ήταν έτοιμα για τη θυσία, η Άρτεμη έστειλε στον βωμό, στη θέση της I., ένα ελάφι και μετέφερε την ηρωίδα στον ναό που είχε στην Ταυρίδα. Η απανθρωπιά όμως της πράξης του πατέρα της έγινε αιτία μεγάλων συμφορών για τον Αγαμέμνονα και για ολόκληρη την οικογένειά του. Ιερό και τάφος της Ι. υπήρχαν στη Βραυρώνα και στα Μέγαρα.
Από τον μύθο της I. εμπνεύστηκαν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Από τις τραγωδίες αυτές έχουν διασωθεί μόνο οι δύο του Ευριπίδη, η Ιφιγένεια εν Αυλίδι (βλ. λ.), που διδάχθηκε το 406-405 π.Χ., μετά τον θάνατο του τραγικού, και η Ιφιγένεια ενΤαύροις (βλ. λ.), που διδάχθηκε ίσως το 414 π.Χ. Ο μύθος της I. ενέπνευσε πολλούς νεότερους συγγραφείς, όπως τον Γκέτε (Ιφιγένεια ενΤαύροις), και μουσικοσυνθέτες, όπως τον Γκλουκ (Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 1774· Ιφιγένεια εν Ταύροις, 1779).
* * *ἰφιγένεια, ἡ (Α)1. (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που έχει ισχύ από τη γέννηση της, η γεννημένη δυνατή, η ισχυρή2. ως κύρ. όν. Ἰφιγένειαη κόρη τού Αγαμέμνονος, η ομηρική Ιφιάνασσα, αλλ. Ιφιγόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶφι «ισχυρά» + -γένεια (< -γένης < γένος), πρβλ. ηρι-γένεια, καλλι-γένεια].
Dictionary of Greek. 2013.